Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ασγαγιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. αζαγιά (ο ιστός της αράχνης). 2. βλ. αναφανταρκά (1. η υφάντρια. 2. η αράχνη).