Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« ΄Αππαρος (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. το άλογο. 2. ιππόκαμπος. 3. η σιδερώστρα 4. είδος εντόμου ("άππαρος της Παναγίας" =το αλογάκι της Παναγίας) 4. μτφ. ο ακούραστος.
Ειδικές φράσεις:
" Όι άππαρον με την βάκλαν" (=Για υπερβολές)