Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βουλλωμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. ο εντελώς κλειστός. 2. ο σφραγισμένος (συνήθως για γράμμα με βουλλοκέρι). 3. με τίτλο ιδιοκτησίας.