Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βρένιμος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

1. ο έλλογος. 2. ο συνετός.

Συνώνυμα:

Βρόνιμος, -η, -ον