Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βαδκειά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

φράχτης από βάτους (αγκαθωτούς θάμνους), περιοχή γεμάτη βάτους.

Ετυμολογία:

αρχ. βατία (η) =ακανδώθης θάμνος