Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βαρσάμιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το βαλσαμωμένο. 2. μτφ. το υπερβολικά στεγνό.

Συνώνυμα:

Παλσάμιν (το), Παρσάμιν (το)