Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βάρτιτζ̌η (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. συκιά που παράγει βάρτικα σύκα. 2. βλ. βάρτικα (ποικιλία κυπριακού σύκου).

Συνώνυμα:

Βαρτουτζ̌ιά (η)