Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βεκλέττιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βεκκιαλέττιν (η υποθήκη).

Συνώνυμα:

Βεκκιλέττιν (το)