Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γερόκλιαρος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

1. το γέρικο κριάρι. 2. μτφ. αυτός που παρά τη μεγάλη του ηλικία συμπεριφέρεται νεανικά.