Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γρούα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βρούα [βλαστός που θεωρείται ζιζάνιο (λαψάνα)].

Συνώνυμα:

Βρούβα (η), Κουτρουμπάλια, Κουτσουμπάλια (τα), Λαψάνα (η)