Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γλωσσώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. γλωσσεύκω (κλωσώ, κάθομαι πάνω σε αβγά και τα επωάζω).

Συνώνυμα:

Γλωσσίζω, Κλωσσεύκω