Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γαουράππαρος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. γαδουράππαρος (1. άλογο επιβήτορας για γαϊδούρες. 2. το μουλάρι. 3. μτφ. ο ερωτύλος).

Συνώνυμα:

Γαουρόβορτος (ο)