Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζάγκουλον (το) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. ζάγκουλος (ο παχουλός, ο ζουμπουρλούδικος).

Συνώνυμα:

Ζαγκούλα (η)