Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δειλινώννει »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. δειλινιάζει [(1. σουρουπώνει, αρχίζει να βραδιάζει. 2. βλ. δειλινιάζω (παίρνω το απογευματινό μου)].

Συνώνυμα:

Δειλινιάζει