Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δερβίσ̌ης (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. καλόγερος (μωαμεθανός). 2. μτφ. το παλικάρι.

Συνώνυμα:

Ντερβίσ̌ης (ο)