Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δισάγγονος, -η, -ον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το παιδί του εγγονού ή της εγγονής σε σχέση με τον παππού ή τη γιαγιά τους.

Ετυμολογία:

δις= δύο φορές+αγγόνιν= εγγόνι

Συνώνυμα:

Δισέγγονος, -η, -ον