Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Διχάλιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. δεκράνιν (γεωργικό εργαλείο σε σχήμα περόνης). 2. βλ. δίστρατον (συγκεριμένο σημείο που χωρίζει ο δρόμος σε δύο κατευθύνσεις, δύο δρόμους).

Συνώνυμα:

Δικράνιν (το), Διχάλα (η)