Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δκιάορκαν »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. δκιάολε μαύρε (κάλεσμα του διαβόλου, βλαστήμια).

Συνώνυμα:

Δκιάορκας