Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κακκατώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κακκαδκιάζω (1. η επούλωση μιας πληγής από το κάκαδο. 2. μτφ. ξεκινώ να αισθάνομαι δυνατός εσωτερικά).