Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Θκιαολίζουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. δαιμονίζουμαι (1. δαιμονίζομαι, καταλαμβάνομαι από το πνεύμα του κακού, από δαιμόνιο. 2. ερεθίζομαι ή εκνευρίζομαι μέχρι μανίας).

Συνώνυμα:

Δκιαολίζουμαι, Τριολίζουμαι