Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ίλαρος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

ο ήρεμος, ο ήσυχος, ο χαλαρός.

Ετυμολογία:

αρχ. ιλαρός (ο)