Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καπρίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. καπρέτιν (το αρσενικό γουρούνι).

Συνώνυμα:

Κάπρος (ο)