Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καμμούγιαρος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βρούχος (ζωύφιο των κουκιών).

Συνώνυμα:

Καμμούερος (ο), Μαμμούνιν, Μουγιούδιν, Μουγιούιν (το)