Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καυλαντήρης (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

κοροϊδευτικά ο ισχνός άνδρας.

Συνώνυμα:

Καυλιντήρης (ο)