Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κίρκιλλος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. καμήλα αρσενικού γένους. 2. μτφ. ο σεξομανής άνθρωπος.

Συνώνυμα:

Κίρκινος (ο)