Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κατεβατόν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. καταιβασ̌ιά (1. αυλάκι στο έδαφος που δημιουργείται από τα νερά της βροχής στην κατηφορική τους πορεία. 2. εκεί που καταλήγει το νερό όταν πέφτει). 2. βλ. κατεβατός (1. ο κατηφορικός. 2. πολλά αντικείμενα).

Συνώνυμα:

Κατεβάτης (ο), Κατεβατός (ο)