Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κατίκκιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. καρτίκκιν (1. φαϊ που τρώει κανείς μαζί με ψωμί ως συμπλήρωμά του. 2. το γεύμα που παίρνει κάποιος στην εργασία του).

Συνώνυμα:

Καττίκκιν (το)