Σχετικά με την Polignosi
|
Χορηγοί
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
Τράπεζα Κύπρου & Εφημερίδα Πολίτης
Εξειδικευμένη Αναζήτηση
Λήμματα (Α-Ω)
Σαν Σήμερα
Κυπριακή Διάλεκτος (Α-Ω)
Φώτο Γκάλερι
Αφιερώματα
Κοινόν Κυπρίων
Ιστορικό Αρχείο
Ογκολογικό Κέντρο
Πολιτιστικό Ίδρυμα
IDEA
Κουίζ
Γενικές γνώσεις
Γεωγραφία
Ιστορία
Πολιτισμός
Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Κούκκουρος, -η, -ον »
Επίθετο
Σημασία:
βλ. κουκκουρκασμένος (1. αυτός που δεν έχει υγρό. 2. ο στεγνός, ο χωρίς νερό. 3. ο κενός. 4. μτφ. ο έκπληκτος).
Συνώνυμα:
Κουκκουρκιασμένος