Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουκκούφα (η) »

Επίθετο

Σημασία:

1. βλ. κούκκουφος (ο εντελώς μόνος, εγκαταλελειμμένος). 2. η ταπεινωμένη.

Συνώνυμα:

Κούκκουφη (η), Κούκκουφον (το), Μαυροκούκκουφος, -η, -ον