Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κοψ̌ιάρης (ο), -ισσα »

Επίθετο

Σημασία:

1. ο οκνηρός. 2. το ζώο που δεν ακολουθεί με τους ίδιους ρυθμούς τα υπόλοιπα ζώα, το τελευταίο.

Συνώνυμα:

Κοψ̌ιαρκά (η), -ικον