Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μακκούφης, -α, -ιν »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. μαγκούφης (1. αυτός που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια, φίλους, συγγενείς. 2. ο κακόκεφος. 3. μτφ. το κούτσουρο).

Συνώνυμα:

Μακκουφκιασμένος, -η, -ον