Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαλαθούριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. καλαθούριν (1. μικρό καλάθι για αποθήκευση ή μεταφορά φαγητού. 2. μτφ. α) ο κακοδιάθετος. β) ο κουλουριασμένος).