Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαλτάς (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μαλτάες (τα όχι καλής ποιότητας).

Συνώνυμα:

Μαρτάες (οι), Μαρτάς (ο)