Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μάμμιες (οι) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μάμμες (οι βολβοί που έχουν ωριμάσει και είναι έτοιμοι για συγκομιδή).

Συνώνυμα:

Μάμμηδες (οι)