Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λιμπουρίζω »

Ρήμα

Σημασία:

μυρμηγκιάζω.

Συνώνυμα:

Λιμπουρκάζω, Μουρμουτζ̌ιάζω