Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λινοπάμπακος, -η, -ον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο κρυπτοχριστιανός επί Τουρκοκρατίας. 2. ο ρακένδυτος. 2. το ρούχο με δύο όψεις, τη βαμβακερή και τη λινή.

Ετυμολογία:

λινός+παμπάτζ̌ι