Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μιμμίτιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μιμμίτης (1. το σπυρί. 2. το τραύμα από φλεγμονή ή μόλυνση).