Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαντρουκαύλιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μαντρικαύλιν (τρίχινο πλεκτό σχοινί του σάγματος με το οποίο δένουν και στερεώνουν έτσι τα φορτία στα ζώα).