Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαρασκιάρης, -α, -ικον (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. μαραζ̌ιάρης (1. ο μελαγχολικός. 2. ο καχεκτικός).