Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μουσούλλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ανθοφόρος καυλός του κρεμμυδιού.

Συνώνυμα:

Μούσουλλος (ο), Σπούρτελλος (ο), Σπουρτούλλα (η), Σπούρτουλλος (ο)