Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μιτσικουρής, -ού, -ούα, -ίν, -ούιν »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. μιτσής (ο μικρός).

Συνώνυμα:

Μιτσ̌ά (η), Μιτσίν (το)