Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μουρρωμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

βλ. μούρρος (1. ο κατσούφης. 2. ο μουρτζούφλης. 3. ο κακοφανισμένος).

Συνώνυμα:

Μουρρωτός, -ή, -όν