Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξημέρτζ̌ισμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ξημέρτζ̌ιασμαν (1. ο τεμαχισμός, το κομμάτιασμα. 2. η εξάρθρωση).