Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξημουττίζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. ξεμυτίζω, εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω διστακτικά, δειλά. 2. εμφανίζομαι, βγαίνω έξω από έναν κλειστό χώρο. 3. κόβω τις άκριες (για φυτά).