Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξηπόρτιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ξεπόρτιν (η εξώπορτα).

Συνώνυμα:

Ξώπορτα (η), Ξωπόρτιν (το)