Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξηστρασ̌υδκιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ξηστασ̌ιάζω (1. παραμεστώνω. 2. παρουσιάζω στάχυ (σιτηρά). 3. μτφ. μεστώνω, γερνώ).

Συνώνυμα:

Ξηστρασ̌ιάζω