Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξινίιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ξινίδιν (αγριόχορτο με ξινή γεύση στο κοτσάνι).

Συνώνυμα:

Ξινούιν, Οξινούιν (το)