Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσακρίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ξακρίζω (1. κάμπτω. 2. καμπυλώνω. 3. σκάζω. 4. κάνω κρότο με τα δάχτυλα. 5. μτφ. θλίβομαι).

Συνώνυμα:

Ξακρώ, Πουζ̌ιάζω, Τσακρώ