Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πλερωμή (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πιερωμή (η πληρωμή).

Συνώνυμα:

Πκιερωμή, Πκιορωμή (η)