Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ριφάιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ριφάα (γίδα που έχει την πρώτη της εγκυμοσύνη).

Συνώνυμα:

Ριφάδα (η)